изливать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изливать - translation to πορτογαλικά


изливать      
см. излить ; {перен.} {книжн.} (издавать) derramar , desprender , emitir
desabafar as tristezas      
изливать грусть, изливать печаль
desabafar as tristezas      
изливать грусть; изливать печаль

Ορισμός

изливать
несов. перех.
1) а) устар. Выливать, проливать.
б) перен. Излучать, издавать, испускать (свет, звуки, запахи).
2) перен. Высказывать, выражать, обнаруживать (какие-л. переживания, мысли, чувства).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изливать
1. Но и возмущаться, изливать душу педагогу чиновник не препятствует.
2. Не тот предмет, чтобы изливать душу представителям экспертного сообщества.
3. Те, как правило, начинали изливать на доброхота свои проблемы.
4. А Генриху Гейне оставалось изливать свою сердечную боль в стихах.
5. Изливать свои беды русский человек привык дома на кухне.